παραλληλόγραμμα

παραλληλόγραμμα
παραλληλόγραμμος
bounded by parallel lines
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • επιπεδομετρία — Κλάδος της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες του επιπέδου σχημάτων. Οι βάσεις της ε. βρίσκονται στο περίφημο έργο του Ευκλείδη του Αλεξανδρέα, που γράφτηκε γύρω στο 300 π.Χ. και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για τη συστηματική διάταξη… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλεπίπεδος — η, ο / παραλληλεπίπεδος, ον, ΝΑ 1. (για στερεό) αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες παράλληλες μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλεπίπεδο μαθημ. πρίσμα τού οποίου οι βάσεις είναι παραλληλόγραμμα αρχ. φρ. «παραλληλεπίπεδος ἀριθμός» γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • πρισματοειδής — ές, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος 2. το ουδ. ως ουσ. το πρισματοειδές μαθημ. πολύεδρο τού οποίου οι βάσεις είναι παράλληλες χωρίς κατ ανάγκην να είναι όμοια πολύγωνα, ενώ οι υπόλοιπες έδρες είναι τραπέζια ή παραλληλόγραμμα ή ακόμη και… …   Dictionary of Greek

  • διάτμηση — Γωνιακή παραμόρφωση ενός υλικού, χωρίς μεταβολή του όγκου, με την επίδραση τάσεων κατά την εφαπτομένη. Παράδειγμα δ. έχουμε σε έναν κύβο στον οποίο επιδρούν τέτοιες τάσεις ώστε οι δύο απέναντι έδρες του μετατρέπονται σε παραλληλόγραμμα, ενώ οι… …   Dictionary of Greek

  • επίπεδο — Κάθε επιφάνεια, πάνω στην οποία εφαρμόζει η ευθεία προς όλες τις διευθύνσεις. Στην αναλυτική γεωμετρία, το ε. χαρακτηρίζεται ως το καρτεσιανό γινόμενο R χ R (όπου R είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών), δηλαδή το σύνολο των διατεταγμένων… …   Dictionary of Greek

  • ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… …   Dictionary of Greek

  • παραλληλεπίπεδο — Πολύεδρο του οποίου η επιφάνεια αποτελείται από τρία ζεύγη παράλληλων μεταξύ τους εδρών (βλ. σχήμα). Κάθε π. έχει 8 κορυφές, που διακρίνονται σε τέσσερα ζεύγη απέναντι κορυφών (βλ. σχήμα: A, C’, Β, D’, C, A’ και D, B’). Οι έδρες του π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — το, ατος 1. (γεωμ.), πολύεδρο που οι δυο του έδρες είναι πολύγωνα ίσα και παράλληλα και οι άλλες παραλληλόγραμμα. 2. στερεό διαφανές σώμα τριγωνικής τομής, το οποίο αναλύει τις φωτεινές ακτίνες που περνούν μέσα απ αυτό. 3. μτφ., άποψη με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”